ὑποχωρητικός — relaxing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποχωρητικός — ή, ό / ὑποχωρητικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὑποχωρῶ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε υποχώρηση 2. συγκαταβατικός, συμβιβαστικός («τὸ μὴ ἰταμὸν ἡμῶν... ἀλλ ὑποχωρητικόν τε καὶ μέτριον», Γρηγ. Νύσσ.) 3. φρ. «υποχωρητικός σχηματισμός» η παραγωγή μιας λέξης … Dictionary of Greek
ὑποχωρητικά — ὑποχωρητικός relaxing neut nom/voc/acc pl ὑποχωρητικά̱ , ὑποχωρητικός relaxing fem nom/voc/acc dual ὑποχωρητικά̱ , ὑποχωρητικός relaxing fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποχωρητικόν — ὑποχωρητικός relaxing masc acc sg ὑποχωρητικός relaxing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποχωρητικώτατα — ὑποχωρητικός relaxing adverbial superl ὑποχωρητικός relaxing neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποχωρητικοῖσι — ὑποχωρητικός relaxing masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποχωρητικοῖσιν — ὑποχωρητικός relaxing masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποχωρητικωτάτοισι — ὑποχωρητικός relaxing masc/neut dat superl pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποχωρητικωτάτοισιν — ὑποχωρητικός relaxing masc/neut dat superl pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποχωρητικῷ — ὑποχωρητικός relaxing masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)